Αρχική Οικονομία Πότε ακυρώνεται μία συμβολαιογραφική πράξη

Πότε ακυρώνεται μία συμβολαιογραφική πράξη

75
0




Χρήστος Ηλ. Τσίχλης

Κατά τους ορισμούς του άρθρου 131 του Αστικού Κώδικα, η δήλωση βούλησης σε συμβολαιογραφική πράξη είναι άκυρη, εάν κατά το χρόνο που έγινε, το πρόσωπο δεν είχε συνείδηση των πράξεών του ή βρισκόταν σε ψυχική ή διανοητική ταραχή που περιόριζε αποφασιστικά την λειτουργία της βουλήσεως του. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, η ακυρότητα δεν θεραπεύεται και οι μάρτυρες που συναίνεσαν, έχουν ποινική ευθύνη. Η ακυρότητα είναι απόλυτη, ώστε οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον, δύναται να την προσβάλλει.                                                    

Η αξίωση από την διεκδικητική αγωγή , παραγράφεται σε είκοσι χρόνια (20 χρόνια) και η παραγραφή αρχίζει από την στιγμή που προσβάλλεται το δικαίωμα της κυριότητας (1094 ΑΚ).                                                          

Η ένεκα πλάνης, απάτης ή απειλής, ακύρωση συμβολαιογραφικής πράξης, επέρχεται με δικαστική απόφαση, συνέπεια αγωγής περί τούτου (ΑΠ 744/76, ΑΠ 24/70).                                                                                                                                                  

Η αγωγή αδικοπραξίας, παραγράφεται μετά την πάροδο είκοσι ετών, από την πράξη ή μετά από πενταετία αφότου ο παθών έμαθε την ζημία.                                                          

Κατά το άρθρο 70 ΚΠολΔ , αναγνωριστική αγωγή δύναται να εγείρει όποιος έχει έννομο συμφέρον αναγνώρισης ύπαρξης ή μη κάποιας έννομης σχέσης. Σύμφωνα με την νομολογία, η αναγνωριστική αγωγή δεν υπόκειται σε παραγραφή, αλλά θα πρέπει να συντρέχει έννομο συμφέρον για την άσκηση της.  

Η αγωγή διάρρηξης, μπορεί να ακυρώσει οποιοδήποτε είδος συμβολαιογραφικής πράξης μεταβίβασης ακινήτου (αγοραπωλησία, γονική παροχή, δωρεά κτλ) και παραγράφεται μετά την πάροδο πέντε ετών από την ημερομηνία κατάρτισης της συμβολαιογραφικής πράξης.                                                                                            

Με βάση το άρθρο 130 του Αστικού Κώδικα, η δήλωση βούλησης από ανίκανο για δικαιοπραξία, είναι άκυρη. Ανίκανος για δικαιοπραξία, είναι ο ανήλικος ή όποιος τελεί σε δικαστική συμπαράσταση ή όποιος δεν έχει συνείδηση των πράξεών του ή βρίσκεται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή. Άκυρη είναι η συμβολαιογραφική πράξη που έγινε ένεκα πλάνης ή απάτης ή απειλής ή με εικονική δήλωση ή με δήλωση αντίθετη στο νόμο ή τα χρηστά ήθη ή με  εσφαλμένη διαβίβαση δήλωσης. Δεν αποκλείεται να στοιχειοθετείται και το αδίκημα της σύνταξης και χρήσης πλαστού εγγράφου (πλαστογραφία).                                                                          

Η αγωγή για ακύρωση, απευθύνεται κατά του άλλου συμβαλλόμενου (π.χ. του αγοραστή). Αν πρόκειται για μονομερή δικαιοπραξία, απευθύνεται κατά εκείνου που αντλεί άμεσα από αυτήν έννομο συμφέρον.                            

Το άρθρο 904 του Αστικού Κώδικα, αφορά τον αδικαιολόγητο πλουτισμό που δικαιούται να ζητήσει, όποιος έχει έννομο συμφέρον. Ο λήπτης έχει την υποχρέωση να αποδώσει αυτό που έλαβε ή το αντάλλαγμα που τυχόν έλαβε από αυτό. Ο λήπτης οφείλει επίσης να αποδώσει και τους καρπούς που τυχόν συνέλεξε, καθώς και ότι απέκτησε από ακίνητο.      

Ο αδικαιολόγητος πλουτισμός του άρθρου 904 του Αστικού Κώδικα, αναφέρεται στον λήπτη που έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία, από την περιουσία ή με ζημία άλλου. Ο λήπτης υποχρεώνεται να αποδώσει την ωφέλεια στο σύνολο της.                                                        

Με βάση τον κώδικα συμβολαιογράφων, ο συμβολαιογράφος οφείλει να απέχει από σύνταξη πράξης που αντίκειται στο νόμο ή στα χρηστά ήθη.

   

Ο συμβολαιογράφος ασκεί τα καθήκοντά του ευσυνείδητα και αμερόληπτα. Κατά τη σύνταξη συμβολαιογραφικών πράξεων οφείλει να εξηγεί στους δικαιοπρακτούντες τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνουν και τα δικαιώματα που έχουν από τις πράξεις που καταρτίζονται και να διαπιστώνει ότι γνωρίζουν τα αποτελέσματα των πράξεων αυτών.                                                  

Ο συμβολαιογράφος κωλύεται να συντάξει πράξεις στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) Όταν δικαιοπρακτεί ο ίδιος ή αντιπροσωπεύει αυτόν που δικαιοπρακτεί ή αυτός που δικαιοπρακτεί είναι σύζυγος ή συγγενής του εξ αίματος ή εξ αγχιστείας έως και του τρίτου βαθμού ή θετό τέκνο του, με την επιφύλαξη κάθε άλλης ειδικής διατάξης. Προκειμένου για νομικά πρόσωπα, τα αναφερόμενα κωλύματα ισχύουν ως προς τους εκπροσώπους τους ανεξαρτήτως αν δικαιοπρακτούν αυτοπροσώπως ή δια πληρεξουσίου.

β) Όταν με την πράξη πραγματοποιείται άμεση παροχή προς τον ίδιο ή σε κάποια από τα αναφερόμενα στην ανωτέρω υπό στοιχείο α’ περίπτωση πρόσωπα.                                                  

Ο συμβολαιογράφος που έχει στερηθεί την προσωπική του ελευθερία, μετά από βούλευμα ή δικαστική απόφαση, τελεί αυτοδίκαια σε κατάσταση αργίας.

Αν εκλείψει ο λόγος για τον οποίο επιβλήθηκε η αργία, ο συμβολαιογράφος επανέρχεται αυτοδίκαια στην ενεργό υπηρεσία.

2. Ο συμβολαιογράφος που έχει παραπεμφθεί τελεσίδικα για έγκλημα που επισύρει στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων ή ο συμβολαιογράφος κατά του οποίου υφίσταται εκκρεμής πειθαρχική δίωξη για αδίκημα που επισύρει την ποινή της οριστικής παύσης μπορεί να τεθεί σε κατάσταση αργίας. Η θέση σε αργία γίνεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, μετά από απόφαση του τριμελούς πειθαρχικού συμβουλίου, που επιλαμβάνεται ύστερα από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης, αρχίζει δε και παύει από την επομένη της κοινοποίησης της αντίστοιχης απόφασης.

Δεν απαιτείται έκδοση απόφασης και ο συμβολαιογράφος επανέρχεται αυτοδίκαια στην ενεργό υπηρεσία, αν εκδοθεί αμετάκλητη απαλλακτική απόφαση ή αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα ή τελεσίδικη απαλλακτική πειθαρχική απόφαση.

Για την αυτοδίκαιη αυτή επάνοδο του συμβολαιογράφου στην ενεργό υπηρεσία συντάσσεται διαπιστωτική πράξη από τον Υπουργό Δικαιοσύνης.

  3. Ο συμβολαιογράφος στον οποίο έχει επιβληθεί η ποινή της αργίας έχει υποχρέωση να απέχει από την άσκηση των καθηκόντων του. Για όσο χρόνο διαρκεί η κατάσταση αργίας, αναπληρωτής του, για τις πράξεις του άρθρου 3 παράγραφος 5 του παρόντος Κώδικα, ορίζεται αυτεπάγγελτα από τον πρόεδρο του συμβουλίου ή το δικαστή που διευθύνει το πρωτοδικείο. Η παράβαση αυτής της υποχρέωσης αποτελεί πειθαρχικό αδίκημα.

Παύση συμβολαιογράφου:

1. Εκτός από την περίπτωση της επιβολής της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του πειθαρχικού δικαίου, λόγω βαρέος πειθαρχικού παραπτώματος, ο συμβολαιογράφος παύεται, αν καταδικάστηκε αμετάκλητα για κακούργημα ή σε ποινή φυλάκισης για κάποιο πλημμέλημα από αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 23 παράγραφος 5 του παρόντος.

2. Σχετικά με την παύση της προηγούμενης παραγράφου, αποφασίζει το δικαστήριο που είναι αρμόδιο για την επιβολή της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης. Η κίνηση της σχετικής διαδικασίας ενώπιον του δικαστηρίου του προηγούμενου εδαφίου είναι υποχρεωτική και ανήκει στον Υπουργό Δικαιοσύνης.

3. Μετά την κίνηση της διαδικασίας για την παύση του συμβολαιογράφου, ο πρόεδρος του δικαστηρίου ορίζει ένα από τα μέλη του δικαστηρίου ως εισηγητή, ο οποίος συγκεντρώνει τα αναγκαία στοιχεία για βεβαίωση του λόγου για τον οποίο εισάγεται για παύση ο συμβολαιογράφος και έχει δυνατότητα να εξετάσει μάρτυρες και να παραγγείλει τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης. Ο εισηγητής καλεί τον εγκαλούμενο να παράσχει εξηγήσεις και συντάσσει πόρισμα και υποβάλλει στον πρόεδρο του δικαστηρίου εμπεριστατωμένη έκθεση, που περιέχει και τη γνώμη του για την ουσία του θέματος.

4. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου ορίζει δικάσιμο, στην οποία καλείται ο εγκαλούμενος συμβολαιογράφος, με κλήση που περιέχει το λόγο της εισαγωγής του για παύση, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν αυτόν το λόγο, με λεπτομέρειες. Η κλήση επιδίδεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, δεκαπέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από την ορισμένη δικάσιμο. Η συζήτηση γίνεται σε δημόσια συνεδρίαση, κατά την οποία ο εγκαλούμενος μπορεί να παρίσταται και με πληρεξούσιο δικηγόρο.

 5. Το δικαστήριο προβαίνει σε γενικότερη εκτίμηση της καθόλου υπηρεσίας και συμπεριφοράς του εγκαλούμενου για παύση συμβολαιογράφου. Η απόφαση του δικαστηρίου, που δημοσιεύεται σε δημόσια συνεδρίασή του, επιδίδεται στον εισαχθέντα για παύση και αντίγραφό της υποβάλλεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Η παύση του συμβολαιογράφου επέρχεται από την επομένη της επίδοσης σε αυτόν της αμετάκλητης απόφασης, εκδίδεται δε σχετική με αυτό διαπιστωτική απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η διάταξη του άρθρου 94 παράγραφος 2 του παρόντος εφαρμόζεται και στην περίπτωση αυτή.                                      

Διορισμός διερμηνέα:                          

1. Αν κάποιος από τους δικαιοπρακτούντες ή τους αντιπροσώπους τους αγνοεί, κατά την κρίση του συμβολαιογράφου, την ελληνική γλώσσα, προσλαμβάνεται διερμηνέας για μετάφραση γενικά των δηλώσεών του από την ξένη γλώσσα στην ελληνική και το αντίθετο, καθώς και του περιεχομένου του συμβολαίου από την ελληνική στην ξένη γλώσσα. Ο διερμηνέας ορκίζεται ενώπιον του συμβολαιογράφου, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ότι θα ασκήσει πιστά τα καθήκοντά του.

Προκειμένου για γλώσσα που είναι πολύ λίγο γνωστή, μπορεί να προσληφθεί σύμφωνα με τα παραπάνω διερμηνέας του διερμηνέα.

2. Εάν κάποιος από τους δικαιοπρακτούντες ή τους αντιπροσώπους τους είναι κωφός ή πρόσωπο με σοβαρή αναπηρία λόγου, γνωρίζει όμως ανάγνωση και γραφή, οι δηλώσεις, ερωτήσεις και τυχόν παρατηρήσεις γίνονται:

α) γραπτά προς τον κωφό, ο οποίος επιλέγει να απαντήσει είτε προφορικώς είτε εγγράφως, σύμφωνα με τον προσφορότερο τρόπο επικοινωνίας για τον ίδιο,

β) προφορικά προς το πρόσωπο με σοβαρή αναπηρία λόγου, ο οποίος απαντά γραπτά.

Στις περιπτώσεις αυτές οι γραπτές ερωτήσεις και απαντήσεις επισυνάπτονται στο συμβόλαιο, πριν δε από την υπογραφή του, το συμβόλαιο διαβάζεται από τον κωφό και γίνεται σχετική αναφορά σε αυτό.

3. Εάν ο κωφός ή το πρόσωπο με σοβαρή αναπηρία λόγου δεν γνωρίζει ανάγνωση ή γραφή ή αδυνατεί για οποιονδήποτε λόγο να υπογράφει, προσλαμβάνεται ως διερμηνέας του πρόσωπο που να μπορεί να συνεννοηθεί μαζί του.

4. Οι κατά τα ανωτέρω διερμηνείς προσυπογράφουν το σχετικό συμβόλαιο.

5. Η μη τήρηση των ανωτέρω διατάξεων επιφέρει ακυρότητα του εγγράφου.                                                

Υποχρεωτικά στοιχεία συμβολαιογραφικού εγγράφου:             

1. Το συμβολαιογραφικό έγγραφο πρέπει να περιλαμβάνει:

α) Την ημέρα, το μήνα, το έτος και τον τόπο της υπογραφής του.

β) Το ονοματεπώνυμο και την έδρα του συμβολαιογράφου.

γ) Το ονοματεπώνυμο, το όνομα του πατέρα και της μητέρας, το επάγγελμα, τον τόπο, το έτος γέννησης και την κατοικία καθενός από τους δικαιοπρακτούντες, τους αντιπροσώπους, τους μάρτυρες και τους διερμηνείς που συμπράπουν. Επί εγγάμων γυναικών των οποίων ο γάμος τελέστηκε προ του Ν.1329/1983 τίθεται και το όνομα και το επώνυμο του συζύγου.

δ) Τα στοιχεία του εγγράφου από το οποίο αποδεικνύεται η ταυτότητα των δικαιοπρακτούντων.

2. Η ταυτότητα των δικαιοπρακτούντων ή των αντιπροσώπων τους ή των εκπροσώπων των νομικών προσώπων και των υπόλοιπων προσώπων, που συμπράττουν, αποδεικνύεται από έγγραφα που ορίζονται από το νόμο και σε περίπτωση έλλειψής τους βεβαιώνεται από δύο μάρτυρες, των οποίων η ταυτότητα αποδεικνύεται με κάποιο από τα έγγραφα αυτά για τους οποίους δεν ισχύει κώλυμα συγγένειας. Σε περίπτωση μεταβολής ή έλλειψης στοιχείων ταυτότητας, εκτός από το ονοματεπώνυμο, τα στοιχεία αναγράφονται όπως δηλώνονται από τον δικαιοπρακτούντα.

3. Στην περίπτωση δικαιοπρακτούντων με αντιπρόσωπο, τα στοιχεία της ταυτότητας της παραγράφου 2 αναγράφονται όπως έχουν στο πληρεξούσιο έγγραφο και μπορούν να συμπληρωθούν, πλην του ονοματεπωνύμου, με δήλωση του αντιπροσώπου. Η νομιμοποίηση των εμφανιζομένων ως αντιπροσώπων των δικαιοπρακτούντων, όπου αυτή απαιτείται, αποδεικνύεται από τα έγγραφα που ορίζει ο νόμος.

4. Τα έγγραφα νομιμοποίησης που αναφέρονται στην παραπάνω παράγραφο αναγράφονται στο συμβολαιογραφικό έγγραφο και προσαρτώνται σε αυτό, αν δεν βρίσκονται στο αρχείο του συμβολαιογράφου.

5. Στις δικαιοπραξίες των νομικών προσώπων αναγράφεται στο συμβολαιογραφικό έγγραφο η έδρα, η επωνυμία και το είδος τους, όπως προκύπτουν από τη συστατική ή τροποποιητική τους πράξη.

6. Τα ονόματα των φυσικών προσώπων ή οι επωνυμίες νομικών προσώπων, τοπωνυμίες ή άλλα αναγκαία στοιχεία, που αναφέρονται σε ξένη γλώσσα, πρέπει να αναγράφονται με στοιχεία του ελληνικού αλφαβήτου στην ελληνική γλώσσα και στη συνέχεια στην ξένη γλώσσα με λατινικά στοιχεία.                                               

Υποχρεωτική σύμπραξη δεύτερου συμβολαιογράφου ή δύο μαρτύρων:

1. Η σύμπραξη δεύτερου συμβολαιογράφου ή δύο μαρτύρων κατά την ανάγνωση

και υπογραφή συμβολαιογραφικών εγγράφων είναι υποχρεωτική μόνο σε περίπτωση αδυναμίας υπογραφής για οποιονδήποτε λόγο από κάποιον εμφανιζόμενο. Ο συμβολαιογράφος μπορεί σε κάθε περίπτωση να αξιώσει τη σύμπραξη μαρτύρων.

2. Σε περίπτωση σύμπραξης συμβολαιογράφων, αυτοί δεν πρέπει να είναι μεταξύ τους σύζυγοι ή συγγενείς σύμφωνα με αυτά που ορίζει το άρθρο 7, εδάφιο α’. Ο συμβολαιογράφος που συμπράττει πρέπει να είναι και αυτός αρμόδιος κατά τόπο, πλην αν υπηρετεί στην έδρα του ειρηνοδικείου ένας συμβολαιογράφος οπότε συμπράττων είναι ένας συμβολαιογράφος που εδρεύει στην περιφέρεια του αυτού πρωτοδικείου.

Στις περιπτώσεις σύμπραξης συμβολαιογράφου, αυτός δικαιούται μέχρι το ήμισυ των δικαιωμάτων.

3. Οι μάρτυρες πρέπει να γνωρίζουν την ελληνική γλώσσα, να έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους και να μπορούν να υπογράφουν. Επίσης δεν πρέπει να συντρέχει γι’ αυτούς κανένα κώλυμα από όσα αναφέρονται στο άρθρο 7 εδάφιο α’ αναφορικά με τον ή τους συμβολαιογράφους ή κάποιον από τους δικαιοπρακτούντες.

Αποκλείονται ως μάρτυρες όσοι έχουν εξαρτημένη εργασία από τον ή τους συμβολαιογράφους.

4. Η μη τήρηση των παραπάνω διατάξεων επιφέρει ακυρότητα του εγγράφου.

5. Διατάξεις του Αστικού Κώδικα που ρυθμίζουν διαφορετικά τα σχετικά με τη σύμπραξη δεύτερου συμβολαιογράφου ή μαρτύρων, καθώς και τα κωλύματά τους, διατηρούνται σε ισχύ.



Zougla.gr

Προηγούμενο άρθροΑνοίγει επίσημα η συζήτηση σε ΕΕ και ΗΠΑ για την εφαρμογή και τις επιπτώσεις της
Επόμενο άρθροΒΟΛΟΝΤΙΜΙΡ ΖΕΛΕΝΣΚΙ… ΒΡΕ τι μου ΘΥΜΙΖΕΙ… ΤΙ μου ΘΥΜΙΖΕΙ… ΒΡΕ τι μου ΘΥΜΙΖΕΙ… ΒΡΕ ΣΥ ΓΙΩΡΓΟ ΣΚΛΙΑ ΒΟΗΘΗΣΕ ΜΕ… ΤΙ μου ΘΥΜΙΖΕΙ…