Ο επίσκοπος Αθανάσιος Σνάιντερ, βοηθός επίσκοπος της Αρχιεπισκοπής της Αστάνα στο Καζακστάν, εξέφρασε έντονες ανησυχίες για τη μεταναστευτική πολιτική της Ευρώπης, χαρακτηρίζοντας το φαινόμενο της μετανάστευσης όχι ως προσφυγική κρίση, αλλά ως «μαζική εισβολή» που, κατά την άποψή του, οδηγεί στον εξισλαμισμό της ευρωπαϊκής ηπείρου.
Σύμφωνα με τον ίδιο, αυτή η διαδικασία δεν είναι πρόσφατη, αλλά συνιστά μέρος ενός σχεδίου που εξελίσσεται εδώ και πάνω από 50 χρόνια.
Ο Σνάιντερ υποστηρίζει ότι οι πολιτικές ελίτ, τόσο εντός όσο και εκτός Ευρώπης, προωθούν αυτή την κατάσταση με σκοπό την αποδυνάμωση της χριστιανικής και εθνικής ταυτότητας των ευρωπαϊκών κρατών, αντικαθιστώντας σταδιακά τις παραδοσιακές αξίες με πολυπολιτισμικές πολιτικές.
Οι απόψεις του Σνάιντερ έχουν τις ρίζες τους στην πεποίθησή του ότι η ανεξέλεγκτη μετανάστευση, ιδιαίτερα από χώρες με πλειοψηφία μουσουλμανικού πληθυσμού, απειλεί τη συνοχή των χριστιανικών κοινωνιών.
Σε συνεντεύξεις και ομιλίες του, όπως αυτές που έχει δώσει σε συντηρητικά καθολικά μέσα, όπως το LifeSiteNews και το Remnant Newspaper, έχει τονίσει ότι η Ευρώπη πρέπει να προστατεύσει την πνευματική και πολιτιστική της κληρονομιά.
Επιπλέον, έχει επικαλεστεί ιστορικά παραδείγματα, όπως τις μάχες του Λεπάντο (1571) και της Βιέννης (1683), για να υποστηρίξει ότι η Ευρώπη έχει ιστορικά αντιμετωπίσει απειλές από τον ισλαμισμό, τις οποίες συνδέει με τη σύγχρονη μετανάστευση.
Οι δηλώσεις του έχουν προκαλέσει έντονες αντιδράσεις και διχαστικές συζητήσεις.
Οι υποστηρικτές του, κυρίως από συντηρητικούς και εθνικιστικούς κύκλους, υποστηρίζουν ότι ο Σνάιντερ υπερασπίζεται την πολιτιστική κληρονομιά της Ευρώπης και προειδοποιεί για τις μακροπρόθεσμες συνέπειες της ανεξέλεγκτης μετανάστευσης.
Θεωρούν ότι οι απόψεις του αντικατοπτρίζουν μια νηφάλια εκτίμηση των δημογραφικών αλλαγών και της ενσωμάτωσης των μεταναστών σε ευρωπαϊκές κοινωνίες.
Ορισμένοι επικαλούνται στατιστικά στοιχεία, όπως την αύξηση του μουσουλμανικού πληθυσμού σε χώρες όπως η Γερμανία και η Γαλλία, όπου εκτιμάται ότι το ποσοστό των μουσουλμάνων φτάνει το 6-8% του πληθυσμού, σύμφωνα με μελέτες του Pew Research Center.
Από την άλλη πλευρά, οι επικριτές του, συμπεριλαμβανομένων προοδευτικών καθολικών, οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πολιτικών αναλυτών, κατηγορούν τον Σνάιντερ ότι υιοθετεί μια διχαστική και ξενοφοβική ρητορική, η οποία υποδαυλίζει τις θρησκευτικές και κοινωνικές εντάσεις.
Υποστηρίζουν ότι οι χαρακτηρισμοί όπως «μαζική εισβολή» αγνοούν τις ανθρωπιστικές πτυχές της μετανάστευσης, όπως τις προσφυγικές ροές λόγω πολέμων στη Μέση Ανατολή και την Αφρική.
Επιπλέον, τονίζουν ότι η πλειονότητα των μεταναστών δεν αποτελεί απειλή, αλλά αναζητά ασφάλεια και καλύτερες συνθήκες ζωής.
Οργανώσεις όπως η Διεθνής Αμνηστία έχουν επισημάνει ότι η ρητορική περί «εισβολής» συχνά χρησιμοποιείται για να δικαιολογήσει περιοριστικές μεταναστευτικές πολιτικές, οι οποίες παραβιάζουν το διεθνές δίκαιο.
Η συζήτηση γύρω από τις απόψεις του Σνάιντερ αντικατοπτρίζει το ευρύτερο ευρωπαϊκό δίλημμα για τη διαχείριση της μετανάστευσης.
Ενώ ορισμένοι βλέπουν τη μετανάστευση ως ευκαιρία για πολιτισμικό πλουραλισμό και οικονομική ανάπτυξη, άλλοι, όπως ο Σνάιντερ, εκφράζουν φόβους για απώλεια ταυτότητας.
Η θέση του παραμένει αμφιλεγόμενη, καθώς συνεχίζει να προκαλεί αντιδράσεις τόσο εντός της Καθολικής Εκκλησίας όσο και στην ευρύτερη κοινωνία.