Σαράντα δύο χρόνια μετά την εισβολή του Ισραήλ στον Λίβανο, το 1982 -εν μέσω εμφυλίου στην αραβική χώρα- τη μετέπειτα 15ετή ισραηλινή κατοχή του νότιου τμήματός της έως το 2000 και μια 33ημερη σύγκρουση πλήρους κλίμακας το 2006, στην περιοχή ηχούν τα τύμπανα ενός επαπειλούμενου ολοκληρωτικού πολέμου.
Αυξομειούμενης έντασης, οι επιθέσεις εκατέρωθεν των συνόρων δεν σταμάτησαν στην πραγματικότητα ποτέ από το 2006 μεταξύ του ισραηλινού στρατού και της σιιτικής, υποστηριζόμενης από το Ιράν, οργάνωσης Χεζμπολάχ.
Εντάθηκαν, πλην όμως ελεγχόμενα, στον ένα χρόνο που διαρκεί ο πόλεμος μεταξύ του Ισραήλ και της Χαμάς στα νότια, στη μαρτυρική Λωρίδα της Γάζας.
Τώρα ωστόσο η κατάσταση έχει χτυπήσει «κόκκινο», με ραγδαία κλιμάκωση των αιματηρών επιθέσεων -ιδιαίτερα φονικών, ακόμη και υβριδικών από πλευράς του Ισραήλ, που πλέον απειλεί μέχρι και με νέα χερσαία εισβολή στον βόρειο γείτονά του.
Εν μέσω όψιμων διεθνών εκκλήσεων και προσπαθειών για αποκλιμάκωση, η ακροδεξιά κυβέρνηση στο Τελ Αβίβ υπό τον -πολιτικά και νομικά στριμωγμένο- Μπενιαμίν Νετανιάχου συγκεντρώνει εδώ και ημέρες στρατεύματα στα βόρεια σύνορα, κάνοντας λόγο για «νέα φάση» του πολέμου.
Για δεύτερη φορά από τον περασμένο Απρίλιο, η Μέση Ανατολή ισορροπεί στο χείλος της αβύσσου μιας επαπειλούμενης περιφερειακής σύγκρουσης, με άγνωστη έκβαση και με καταστροφικές συνέπειες για όλους.
Θα σηματοδοτήσει πλήρη καταστροφή στο νότιο Λίβανο και πιθανόν κατάρρευση της αραβικής χώρας, που βυθίζεται τα τελευταία χρόνια στη δίνη μιας πολύπλευρης -οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής- κρίσης.
Θα δοκιμάσει περαιτέρω τις αντοχές του λαού, της κλυδωνιζόμενης κυβέρνησης Νετανιάχου, της οικονομίας και των συμμαχιών του Ισραήλ.
Στο φόντο του παράλληλου πολέμου στην Ουκρανία, θα πυροδοτήσει περαιτέρω γεωπολιτική και οικονομική αστάθεια, με ορατή την προοπτική άμεσης ή έμμεσης εμπλοκής του Ιράν, των ΗΠΑ -στο αποκορύφωμα της προεκλογικής τους περιόδου- και άλλων «παικτών», από τη Δύση έως και τον αραβικό κόσμο.
Θα επισκιάσει επίσης τη συνεχιζόμενη σφαγή των Παλαιστινίων στη Λωρίδα της Γάζας.
Το μετέωρο βήμα της Χεζμπολάχ και του Λιβάνου
Ο Λίβανος έχει ήδη βιώσει από τους τελευταίους ισραηλινούς βομβαρδισμούς την πιο φονική ημέρα από τον πόλεμο του 2006.
Η Χεζμπολάχ μετρά τις μεγαλύτερες απώλειες μαχητών, στον ένα χρόνο που κρατά «θερμό» το βόρειο μέτωπο του Ισραήλ, ενόσω συνεχίζεται στα νότια η αιματοχυσία στη Γάζα.
Από πόλεμος φθοράς, η ένοπλη αντιπαράθεση μεταξύ του ισραηλινού στρατού και της σιιτικής οργάνωσης κινδυνεύει τώρα να πάρει διαστάσεις ανοιχτής σύγκρουσης.
Πολλοί Λιβανέζοι φοβούνται ότι θα είναι το τελειωτικό πλήγμα στη βαθια διαιρεμένη χώρα τους, που από το 2019 κλονίζεται από αλληλένδετες οικονομικές, κοινωνικές και θεσμικές κρίσεις.
Με πολυδιασπασμένο κοινοβούλιο στο φόντο ενός θρησκευτικού «μωσαϊκού», με υπηρεσιακή κυβέρνηση μετά τις εκλογές του 2022 και χωρίς πρόεδρο εδώ και δύο χρόνια, ο Λίβανος έχει πραγματική ανάγκη σήμερα από δομικές μεταρρυθμίσεις και όχι από πολέμους.
Όμως η Χεζμπολάχ -κράτος εν κράτει στη χώρα, ως κραταιό πολιτικό κόμμα και συνάμα παραστρατιωτική οργάνωση ισχυρότερη από τον ίδιο τον λιβανέζικο στρατό- βλέπει πλέον να διακυβεύεται ο ηγετικός ρόλος της και στο εσωτερικό του Λιβάνου, και ως «αιχμή του δόρατος» του Ιράν στη Μέση Ανατολή.
Η στρατηγική της παραμένει ωστόσο εξαιρετικά θολή.
Τα αποτελέσματα της έως τώρα τακτικής αντιπερισπασμού στο βόρειο μέτωπο του Ισραήλ έναντι του πολέμου στη Γάζα είναι de facto πενιχρά.
Ενώ δε ο ηγέτης της Χεζμπολάχ, Χασάν Νασράλα, κατήγγειλε προ ημερών «κήρυξη πολέμου» από το Ισραήλ, αναγνώρισε ότι «το Ισραήλ έχει τεχνολογικό πλεονέκτημα», διακήρυξε ότι η ισραηλινή επιθετικότητα «δεν θα μας γονατίσει» και δεσμεύτηκε ότι «το μέτωπο του Λιβάνου δεν θα λήξει προτού σταματήσει η επίθεση στη Γάζα», χωρίς να αποσαφηνίζει τις επόμενες κινήσεις.
Στο φόντο είναι προφανώς οι προθέσεις του Ιράν, το θεοκρατικό καθεστώτος του οποίου στέλνει προσώρας διφορούμενα μηνύματα.
Αφενός δηλώνοντας ανοιχτό σε νέες διαπραγματεύσεις για το πυρηνικό του πρόγραμμα με τη Δύση.
Αφετέρου προειδοποιώντας με σκληρά αντίποινα το Ισραήλ, χωρίς έως τώρα να τα υλοποιεί.
Το Ισραήλ και η πολεμοκάπηλη κυβέρνηση Νετανιάχου
Ένα χρόνο μετά τη φρικαλέα επίθεση της ισλαμιστικής παλαιστινιακής οργάνωσης Χαμάς στο νότιο Ισραήλ και την έναρξη από το Τελ Αβίβ, σε αντίποινα, της μακράν πιο φονικής στρατιωτικής επιχείρησης στον αποκλεισμένο παλαιστινιακό θύλακα, η ακροδεξιά κυβέρνηση Νετανιάχου δείχνει να θεωρεί την παρούσα συγκυρία «χρυσή ευκαιρία» για «ξεκαθάρισμα λογαριασμών» στη Μέση Ανατολή.
Πλην όμως δεν έχει σαφή στρατηγική.
Παρά το γεγονός ότι η ολέθρια πολεμική της μηχανή αιματοκυλά από τον περασμένο Οκτώβριο τη Λωρίδα της Γάζας, ο διακηρυγμένος στόχος της για εξάλειψη της Χαμάς κάθε άλλο παρά έχει επιτευχθεί.
Πολλώ δε μάλλον της ιδεολογικής απήχησής της, και δη στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη.
Αντίθετα, η κυβέρνηση Νετανιάχου βρίσκεται αντιμέτωπη με τους πολίτες της για τους χειρισμούς της στο θέμα των ομήρων.
Με τη διεθνή κοινή γνώμη και μέρος της διεθνούς κοινότητας, εν μέσω αυξανόμενων καταγγελιών για γενοκτονία στη Γάζα και καθεστώς απαρτχάιντ στην Δυτική Όχθη.
Αλλά και με συμμάχους της που, από την έκφραση «ακλόνητης στήριξης» στο Ισραήλ, μιλούν πλέον ανοιχτά -αν και όψιμα μπροστά στη συνεχιζόμενη σφαγή- για τα όρια του δικαιώματος στην αυτοάμυνα.
Παρ’ όλα αυτά, ελλείψει λογοδοσίας και ουσιώδους διεθνούς παρέμβασης, η υφιστάμενη ισραηλινή κυβέρνηση -ο επικεφαλής της οποίας δικάζεται παράλληλα για διαφθορά- δείχνει τα «δόντια» της τώρα και στον βορρά, έναντι της Χεζμπολάχ -«τρομοκρατικής οργάνωσης» κατά το Ισραήλ, μέρος της Δύσης και του σουνιτικού αραβικού κόσμου.
Ο νέος πολεμικός στόχος που έθεσε περί «επιστροφής των κατοίκων του βορρά με ασφάλεια στα σπίτια τους» ακούγεται ως πρόσχημα.
Αφενός γιατί θα αρκούσε για την αποκλιμάκωση -στην παρούσα φάση τουλάχιστον- μια συμφωνία κατάπαυσης του πυρός στη Γάζα, με απελευθέρωση των υπόλοιπων εν ζωή ομήρων.
Αφετέρου γιατί ένας αμφιβόλου έκβασης νέος πόλεμος με την ενισχυμένης στρατιωτικής ισχύος Χεζμπολάχ δεν εγγυάται την εξάλειψη της απειλής στα βόρεια σύνορα, όπως δεν έχει συμβεί άλλωστε ούτε με τη Χαμάς στο νότο.
Στρατηγικό κενό
Παρά την περαιτέρω ενίσχυση των αμερικανικών δυνάμεων στη Μέση Ανατολή και τις πολεμικές ιαχές του θεοκρατικού καθεστώτος του Ιράν, ουδείς από τους δύο «αφανείς πρωταγωνιστές» της νέας κρίσης στη Μέση Ανατολή δεν δείχνει να ενδιαφέρεται πραγματικά για έναν πόλεμο πλήρους κλίμακας.
Εν μέσω κλοιού δυτικών οικονομικών κυρώσεων, σοβούσας εσωτερικής κρίσης και δύσκολων συσχετισμών με τη Ρωσία και την Κίνα, το θεοκρατικό καθεστώς του Ιράν αποφεύγει μεθοδικά το τελευταίο διάστημα την κλιμάκωση, παρά τις μύριες όσες έξωθεν προκλήσεις.
Παρά επίσης τη δεδομένη στήριξη των ΗΠΑ στο Ισραήλ, ένας περιφερειακός πόλεμος στη Μέση Αναστολή -παράλληλος με αυτόν στην Ουκρανία- και δη με αμερικανική εμπλοκή, είναι το τελευταίο που χρειάζεται η απερχόμενη κυβέρνηση Μπάιντεν και η προεδρική υποψήφια των Δημοκρατικών, Κάμαλα Χάρις, στην πιο κρίσιμη στιγμή της προεκλογικής εκστρατείας.
Κάπου ανάμεσα ισορροπεί σε αυτή τη συγκυρία η κυβέρνηση Νετανιάχου, τα ακροδεξιά στελέχη της οποίας έχουν δηλώσει ανοιχτά ότι προσβλέπουν στην εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο τον Νοέμβριο.
Είναι άλλωστε επί της προηγούμενης προεδρίας του που οι ΗΠΑ αναγνώρισαν την Ιερουσαλήμ ως «αδιαίρετη πρωτεύουσα» του Ισραήλ -μεταφέροντας εκεί την πρεσβεία τους- και ως νόμιμη ενέργεια τόσο τον εποικισμό των κατεχόμενων παλαιστινιακών εδαφών, όσο και την προσάρτηση των Υψιπέδων του Γκολάν, που οι ισραηλινές δυνάμεις κατέλαβαν στον πόλεμο του 1967 από τη Συρία.
Μέχρι και σήμερα, η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν έχει αναιρέσει ούτε μία από αυτές τις αποφάσεις της προεδρίας Τραμπ.
Τώρα στόχος του Ισραήλ λέγεται ότι είναι η δημιουργία «νεκρής ζώνης» στο νότιο Λίβανο, καθιστώντας αδύνατη την επιστροφή όχι μόνο των μαχητών της Χεζμπολάχ, αλλά και των εκτοπισμένων αμάχων.
Ήδη ξεπερνούν το μισό εκατομμύριο.
Κατά το δοκούν, το Τελ Αβίβ επικαλείται απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ περί «μόνιμης κατάπαυσης του πυρός» μετά τον πόλεμο του 2006, που προβλέπει την ανάπτυξη στην περιοχή του λιβανέζικου στρατού και της δύναμης UNIFIL του ΟΗΕ.
Γεωπολιτική αμηχανία
Παρά την προεκλογικά επικριτική ρητορική της προς τις πολεμικές επιχειρήσεις του Ισραήλ, η κυβέρνηση Μπάιντεν συνεχίζει να το εξοπλίζει.
Αυτά, ενώ αραβικές και μουσουλμανικές περιφερειακές δυνάμεις επιδιώκουν γεωπολιτική αυτονομία, ενώ στη συνδιαμόρφωση της επόμενης ημέρας στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής αποκτούν αυξημένη παρεμβατικότητα η Κίνα και η Ρωσία -βλέπε για παράδειγμα τη διεύρυνση των BRICS.
Τώρα, καθώς εμφανίζονται ανίσχυρες να επιβληθούν στο Τελ Αβίβ, «οι Ηνωμένες Πολιτείες τώρα ισχυρίζονται ότι κατανοούν τη στρατηγική του Ισραήλ για αποκλιμάκωση μέσω κλιμάκωσης», λέει στο France Inter ο Γάλλος γεωπολιτικός αναλυτής Πιέρ Χασκί.
«Είναι πιθανό ότι αυτή η αδυναμία των ΗΠΑ να ακουστεί η φωνή τους θα συνεχιστεί μέχρι τις 5 Νοεμβρίου», επισημαίνει.
«Όλοι το γνωρίζουν, τόσο οι Ισραηλινοί όσο και οι Αμερικανοί: όλα μπορούν να συμβούν από τώρα μέχρι τότε».